Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Δώδεκα Ευαγγέλια

  • 1 Ευαγγέλιο(ν)

    Ευαγγέλιο(ν) το
    Евангелие –
    1) основная часть Нового Завета, написанная евангелистами Матфеем, Марком, Лукой и Иоанном. В ней благовествуется о Божестве Господа нашего Иисуса Христа, о Его пришествии на землю, житии на земле, чудесных деяниях и спасительном учении, крестной смерти, славном воскресении и вознесении на небо. Называются эти книги Евангелием, потому что выражают радостную весть о Божественном Спасителе и о вечном спасении:

    Ευαγγέλιο το κατά Ματθαίον / κατά Μάρκων / κατά Λουκάν / κατα Ιωάνην — Евангелие от Матфея / от Марка / от Луки / от Иоанна;

    ΦΡ.
    απόκρυφα Ευαγγέλια — апокрифические Евангелия – неканонические книги, отвергаемые Церковью как подложные (Евангелия от Египтян, от 12 апостолов, от Петра, от Фомы, Никодима, Евреев и др.);
    2) богослужебная книга, содержащая четыре Евангелия. Читается на богослужениях;
    ΦΡ.
    Δώδεκα Ευαγγέλια τα двенадцать отрывков из Евангелия, которые читаются на вечерне Страстной Пятницы;
    3) проповедь, благовествующая о радостной вести спасения людей и мира;
    ΦΡ.
    Этим.
    < дргр. ευαγγέλιον < ευ- + άγγελος «хорошая, благая весть». В христианскую эпоху слово приобрело основное значение «радостная весть о спасении человечества и о наступлении Царства Божия». Благую весть известил роду человеческому своим воплощением сам Господь Иисус Христос, Второе Лицо Пресвятой Троицы. Позже это слово стало означать четыре богодухновенные книги, повествующие о спасительном учении, проповеди и жизни Господа Иисуса Христа

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ευαγγέλιο(ν)

См. также в других словарях:

  • ευαγγέλιο — Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της… …   Dictionary of Greek

  • Yalo yalo — Yaló Yaló (en grec : Γιαλό γιαλό) est une chanson traditionnelle grecque, du folklore des Îles Ioniennes. Sommaire 1 La chanson 2 Interprétations 3 Yalo Yalo au cinéma …   Wikipédia en Français

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Τάφος — Ονομασία του τάφου του Χριστού, που βρίσκεται στον μεγάλο ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ και, γενικότερα, των Αγίων Τόπων. Τόσο τα Ευαγγέλια όσο και οι Πράξεις των Αποστόλων δεν μνημονεύουν την ακριβή θέση του τάφου και, έως τον 4o αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει …   Dictionary of Greek

  • Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»